προπατωρ

προπατωρ
    προπάτωρ
    προ-πάτωρ
    -ορος (ᾰ) ὅ праотец, пращур, предок Pind., Her., Soph., Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προπατωρ" в других словарях:

  • προπάτωρ — first founder of a family masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτωρ — ορος, ο, ΝΜΑ, και προπάτορας Ν 1. ο πρώτος πατέρας γένους, ο γενάρχης (α. «στη γη όπου έζησαν οι προπάτορές μας» β. «ὦ Ζεῡ, προγόνων προπάτωρ», Σοφ.) 2. πληθ. οι προπάτορες α) οι πατριάρχες τής Παλαιάς Διαθήκης Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ β) (γενικά) οι …   Dictionary of Greek

  • προπατόρων — προπάτωρ first founder of a family masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορ — προπάτωρ first founder of a family masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορα — προπάτωρ first founder of a family masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορας — προπάτωρ first founder of a family masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορες — προπάτωρ first founder of a family masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορι — προπάτωρ first founder of a family masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορος — προπάτωρ first founder of a family masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορσι — προπάτωρ first founder of a family masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάτορσιν — προπάτωρ first founder of a family masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»